Η Θεμελιώδης Θεολογική & Δικαϊκή Αρχή της Αμεροληψίας στην Εκκλησιαστική Ποινική Δίκη Ποιμαντική & Κανονική θεώρηση
The basic pursuit of this paper is the study and application of the theological and judicial principle of impartiality in eccl. criminal trial. For this reason, the paper begins with a basic definition of impartiality from a biblical, canonical and international perspective. Special emphasis is given to Canon Law, in relation to national and international jurisprudence, as well as to specific issues, which emerge from this. In particular, in order to better understand the application of this specific principle in eccl. criminal trial, special reference is made to the Sacred Canons and to Patristic Literature, with respect to its imperative enforcement in the administration of eccl. justice. Then, special attention is given to the application of the afore-mentioned principle to particular stages of eccl. disciplinary proceedings (pretrial, trial and verdict of standard cases), in conjunction with legal tenets throughout the ages, such as the principle of “nullum crimen nulla poena sine lege”, the principle of “non bis in idem”, the principle of “in dubio pro reo”, as well as others, which are also applied to ecclesiastical disciplinary law, and reference is made to provisions, which could never be applied to this, both lege lata and de lege ferenda. The ultimate goal of the analysis of all the above information is a better understanding of the principle of impartiality under examination, and its imperative application to eccl. criminal trial, in the especially sensitive area of the administration of eccl. justice. For this reason, the problem of this principle’s reckless infringement and its customary, deceitful visages are traced out during the trial of canonical matters, regarding clergymen – monks, by the institutions and agencies for the administration of eccl. justice, through which the rule of law is severely contravened. Finally, several pastoral proposals are set out within the framework of preventing and healing this pathogenic process, which aim at improving rigid and unattainable conditions, with regard to the administration of eccl. justice. The paper concludes, that, despite the fact that Law 5383/1932, “Concerning ecclesiastical courts and the procedures preceding them”, is contrary to the protection of fundamental procedural, constitutional guarantees and fundamental human rights in general, even up until the gallant, contemporary legislative reform of this Law, the proper application of the afore-mentioned theological and judicial principle from competent ecclesiastical agencies will salvage, however rudimentarily, the trust in the institution of eccl. justice in Greece, which, in any case, has been toppled and lost, thus sedulously safeguarding the rights of the clergymen, who are brought before it.
Thesis
Βασική επιδίωξη αυτής της εργασίας είναι η μελέτη και η εφαρμογή της θεολογικής και δικαϊκής αρχής της αμεροληψίας στην εκκλ. ποινική δίκη. Για τον λόγο αυτό, η εργασία ξεκινά με τον βασικό ορισμό της αμεροληψίας από βιβλική, κανονική και διεθνή άποψη. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο Κανονικό Δίκαιο σε συσχετισμό με την ημεδαπή και διεθνή νομολογία, καθώς και στα επιμέρους ζητήματα, που αναδύονται από αυτό. Ειδικότερα, με σκοπό την καλλίτερη κατανόηση της εφαρμογής της συγκεκριμένης αρχής στην εκκλ. ποινική δίκη, γίνεται ειδική αναφορά στους ι. Κανόνες και στην Πατερική Γραμματεία, σχετικά με την επιτακτική επιβολή της κατά την απονομή της εκκλ. δικαιοσύνης. Στην συνέχεια, δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην εφαρμογή της πιο πάνω αρχής στα επί μέρους στάδια της εκκλ. πειθαρχικής διαδικασίας (προδικασία, εκδίκαση και απόφαση της κανονικής υπόθεσης) σε συνδυασμό με νομικά δόγματα αιώνων, όπως η αρχή «nullum crimen nulla poena sine lege», η αρχή «non bis in idem», η αρχή «in dubio pro reo» κ. ά, που εφαρμοζονται επίσης στο εκκλ. πειθαρχικό δίκαιο και γίνεται αναφορά σε διατάξεις, που ουδέποτε θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν σε αυτό τόσο lege lata, όσο και de lege ferenda. Απώτερος στόχος της ανάλυσης όλων των παραπάνω στοιχείων είναι η βαθύτερη κατανόηση της εξεταζόμενης αρχής της αμεροληψίας και η επιβεβλημένη εφαρμογή της στην εκκλ. ποινική δίκη στον ιδιαίτερα ευαίσθητο χώρο της απονομής εκκλ. δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, ιχνηλατείται το πρόβλημα της αλόγιστης παραβίασης της αρχής και οι συνήθεις κακομηδείς μορφές της, κατά την εκδίκαση κανονικών υποθέσεων κληρικών - μοναχών, από τους φορείς και τα όργανα απονομής εκκλ. δικαιοσύνης, μέσω των οποίων καταστρατηγείται δεινά το κράτος δικαίου. Τέλος, παρατίθεται σειρά ποιμαντικών προτάσεων στο πλαίσιο πρόληψης και θεραπείας της παθογόνου αυτής διαδικασίας, που αποσκοπούν στην βελτίωση δυστερπών και ανεπίτευκτων καταστάσεων περί την απονομή της εκκλ. δικαιοσύνης. Η εργασία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, παρά το γεγονός ότι ο Ν. 5383/1932 «περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας» αντίκειται στην προστασία των θεμελιωδών δικονομικών συνταγματικών εγγυήσεων και των θεμελιωδών εν γένει ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ωστόσο και μέχρι την γενναία και σύγχρονη νομοθετική μεταρρύθμισή του, η ορθή εφαρμογή της πιο πάνω θεολογικής και δικαϊκής αρχής από τα αρμόδια εκκλ. όργανα θα περισώσει, έστω και στοιχειωδώς, την ούτως ή άλλως, απολελυμένη και κλονισθείσα εμπιστοσύνη στον θεσμό της εκκλ. δικαιοσύνης στην Ελλάδα, διασφαλίζοντας ενδυκέως τα δικαιώματα των προσαγομένων ενώπιον αυτής κληρικών - μοναχών.