Ενότητα και Καθολικότητα της Εκκλησίας στο Θεολογικό Διάλογο μεταξύ Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (Επί τη βάσει των κειμένων του Μονάχου (1982), του Bari (1987), του Νέου Βάλαμο (1988) και της Ραβέννας (2007)
Article
Η μέθοδος που ακολουθήθηκε, ως γνωστόν, στο Θεολογικό Διάλογο μεταξύ Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είναι οι δύο Εκκλησίες να ξεκινήσουν το Διάλογο από τα σημεία που τις ενώνουν και αναπτύσσοντάς τα να πλησιάσουν εκ των ένδον και προοδευτικά όλα τα σημεία, στα οποία διαφωνούν1. Με άλλα λόγια αυτό σημαίνει ότι η βάση της θεολογίας του Διαλόγου μεταξύ των δύο Εκκλησιών είναι η κοινή θεολογική παράδοση της α΄ χιλιετίας. Για το λόγο αυτό το σημαντικότατο θέμα της Εκκλησιολογίας με τις βασικές θεολογικές πτυχές και προϋποθέσεις του, που απασχόλησε το Διάλογο κυρίως κατά την πρώτη δεκαετία (1980-1990) και πριν από τον εγκλωβισμό του στο ακανθώδες και δυσεπίλυτο πρόβλημα της Ουνίας που τον οδήγησε ουσιαστικά σε ναυάγιο στη Βαλτιμόρη των ΗΠΑ (2000)2, με αποτέλεσμα, ως γνωστόν, την αποτελμάτωσή του επί μία εξαετία (2000-2006), απηχεί και εκφράζει όχι μια σύγχρονη εκκλησιολογική προσέγγιση για την επίτευξη της ενότητας μεταξύ των δύο Εκκλησιών, αλλά την εκκλησιολογική διδασκαλία και συνείδηση της αρχαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας. Έτσι τα θεολογικά κείμενα που βγήκαν κυρίως κατά την α΄ δεκαετία του Θεολογικού Διαλόγου αποτελούν μνημεία θεολογικής σύγκλισης, που θα ήταν αδύνατο να επιτευχθεί, χωρίς τη συνεχή αναφορά και θεμελίωση των θεολογικών θέσεων της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής των δύο Εκκλησιών στη μεταξύ τους κοινή θεολογική παράδοση. Τόσο το κείμενο του Μονάχου (1982), όσο και τα κείμενα του Bari (1987) και του Νέου Βάλαμο (1988) συνοψίζουν και εκφράζουν ουσιαστικά την πατερική θεολογική παράδοση της ενιαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας. Την ίδια ακριβώς θεολογική παράδοση, όπως θα δούμε, συνεχίζει και εκφράζει μετά την επανέναρξη του διαλόγου στο Βελιγράδι το Σεπτέμβριο του 2006 και το πρόσφατα εγκριθέν κείμενο στη Ραβέννα (Οκτώβριος 2007).
- Articles360