dc.description.abstract | Είναι γεγονός ότι η δυτική σκέψη, τόσο η θεολογική όσο και η φιλοσοφική, από το Μεσαίωνα και εξής χαρακτηρίζεται από μια διαλεκτική ένταση μεταξύ νου και βουλήσεως που φτάνει πολλές φορές μέχρι και την πλήρη διάσπασή τους. Χαρακτηριστική είναι η διαλεκτική ένταση που υπάρχει τόσο στο χώρο της θεολογίας όσο και στο χώρο της φιλοσοφίας ή ακόμη και της ψυχολογίας μεταξύ Nοησιαρχίας (Intellectualismus) από τη μια, με εκπροσώπους το Θωμά τον Ακινάτη, τους μυστικούς του Μεσαίωνα, τον Καρτέσιο, το Σπινόζα, το Leibnitz, τον Έγελο, τον Kant, ή ακόμη και τους σύγχρονους νεοθωμιστές, και Βουλησιαρχίας (Voluntarismus) από την άλλη, με εκπροσώπους το Δουνς Σκώτο, το Λούθηρο, το Fichte, το Schopenhauer, το Hartmann, το Wund, τον Paulsen κ.ά.
Η ένταση αυτή, που προσέλαβε δραματικές διαστάσεις κυρίως κατά τους νεότερους χρόνους, δεν είναι ασφαλώς ανεξήγητη, αλλά έχει, ως γνωστόν, τις ρίζες της κυρίως και κατ’ εξοχήν στη φιλοσοφική και θεολογική προβληματική του Σχολαστικισμού, που ασχολήθηκε έντονα με το πρόβλημα της οντολογικής προτεραιότητας μεταξύ νου και βουλήσεως. Έτσι, ενώ ο πρώιμος και μέσος Σχολαστικισμός με εκπρόσωπο κυρίως το Θωμά τον Ακινάτη υποστήριξε την προτεραιότητα του νου έναντι της βουλήσεως με βάση την αρχή «Intellectus est superior voluntate», ο ύστερος Σχολαστικισμός με εκπρόσωπο το Δουνς Σκώτο, τον οποίο ακολούθησε στο σημείο αυτό κατά πόδας ο Λούθηρος, υποστήριξε την προτεραιότητα της βουλήσεως έναντι του νου με βάση την αρχή «Voluntas est superior intellectu»1. Με τον τρόπο αυτό ο Σχολαστικισμός έθεσε επί τάπητος τις προϋποθέσεις μιας διαλεκτικής σχέσης μεταξύ του νου και της βούλησης, πράγμα που τον έκανε να διαφοροποιηθεί πλήρως στο σημείο αυτό από την προγενέστερη ελληνική πατερική παράδοση. | en_UK |