dc.description.abstract | Ως γνωστόν, η μέθοδος που ακολουθήθηκε στο Θεολογικό Διάλογο μεταξύ Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είναι οι δύο Εκκλησίες να ξεκινήσουν το Διάλογο από τα σημεία που τις ενώνουν και αναπτύσσοντάς τα να πλησιάσουν εκ των ένδον και προοδευτικά όλα τα σημεία, στα οποία διαφωνούν1. Με άλλα λόγια αυτό σημαίνει ότι η βάση της θεολογίας του Διαλόγου μεταξύ των δύο Εκκλησιών είναι η κοινή θεολογική παράδοση της α΄ χιλιετίας. Για το λόγο αυτό το σημαντικότατο θέμα της Εκκλησιολογίας με τις βασικές θεολογικές πτυχές και προϋποθέσεις του, που αποτέλεσε το σημείο αναφοράς και τον άξονα του Θεολογικού Διαλόγου από την έναρξή του μέχρι σήμερα (1980-2007), απηχεί και εκφράζει όχι μια σύγχρονη εκκλησιολογική προσέγγιση για την επίτευξη της ενότητας μεταξύ των δύο Εκκλησιών, αλλά την εκκλησιολογική διδασκαλία και συνείδηση της αρχαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας. Έτσι τα θεολογικά κείμενα που βγήκαν κατά τη διάρκεια του Θεολογικού Διαλόγου αποτελούν μνημεία θεολογικής σύγκλισης, που θα ήταν αδύνατο να επιτευχθεί, χωρίς τη συνεχή αναφορά και θεμελίωση των θεολογικών θέσεων της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής των δύο Εκκλησιών στη μεταξύ τους κοινή θεολογική παράδοση. Τόσο το κείμενο του Μονάχου (1982), όσο και τα κείμενα του Bari (1987), του Νέου Βάλαμο (1988) και της Ραβέννας (2007), που αποτελούν μέχρι στιγμής τα τέσσερα σημαντικότερα κείμενα του Θεολογικού Διαλόγου, συνοψίζουν και εκφράζουν ουσιαστικά την πατερική θεολογική παράδοση της ενιαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας. | en_UK |