dc.description.abstract | Κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της ελληνικής μουσικής της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας μας πάρα πολλοί είναι οι μελουργοὶ, οι οποίοι μας παρέδωσαν μελουργήματα απαράμιλλης ομορφιάς, μνημεία της ψαλτικής τέχνης. Ένας από αυτούς είναι ο Γεώργιος Ραιδεστηνός ο Β΄, πρωτοψάλτης τῆς Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας από τον Φεβρουάριο του 1871 έως την 4η Νοεμβρίου 1876. Υπήρξε αμίμητος εκτελεστής της ψαλμωδίας, κορυφαίος μουσικός της εποχής του, ενώ εξαιρετική εντύπωση προκαλούσε το αρχαιοπρεπές πατριαρχικό του ύφος1.
Ο Ραιδεστηνός ακμάζει στο β΄ μισό του 19ου αι., λίγα χρόνια μετά την επιβολή του νέου συστήματος γραφής της βυζαντινής σημειογραφίας. Η αλλαγή αυτή ουσιαστικά αποτελεί καρπό της μεγάλης ακμής της εκκλησιαστικής μας μουσικής, η οποία παρατηρείται κατά τα έτη 1770-18202. Ο αρχιμανδρίτης Χρύσανθος, μετέπειτα μητροπολίτης Προύσης, ο Γρηγόριος Λευίτης, λαμπαδάριος και μετέπειτα πρωτοψάλτης της Μ.Χ.Ε. και ο Χουρμούζιος Χαρτοφύλαξ είναι οι τρεις διδάσκαλοι που ανέλαβαν να ολοκληρώσουν μία προσπάθεια που ξεκίνησε εκατόν πενήντα και πλέον έτη νωρίτερα3. Για δύο λόγους κυρίως η μεταρρύθμιση αυτή αποδείχθηκε σπουδαία. Πρώτον μετέβαλε την συμβολική και στενογραφική ιδιότητα των φθόγγων σε τέλεια ανάγνωση, χωρίς όμως να νεωτερίσει4. Δεύτερον συμπεριέλαβε στο ρεπερτόριό της όλα τα παλαιά μαθήματα, τα οποία μεταγράφηκαν από τους Χουρμούζιο και Γρηγόριο5. Αποτέλεσμα αυτών ήταν η νέα μουσική μέθοδος να καταστεί εύκολη στη μάθηση και να διαδοθεί ταχύτατα. | en_UK |