Η επίτευξη των γενικών σκοπών της φυσικής στο Γυμνάσιο. Οι στάσεις, τα κίνητρα, το μαθησιακό κλίμα και οι διδακτικές προσεγγίσεις

Καρεκλά, Όλγα (2020)

Thesis

Οι Γενικοί Διδακτικοί Σκοποί κάθε γνωστικού αντικειμένου, αποτελούν την πυξίδα που προσανατολίζει τους εκπαιδευτικούς για την αποτελεσματικότητα του έργου τους. Στο πλαίσιο αυτής της υπόθεσης, η δουλειά που γίνεται στην τάξη κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς στο μάθημα της Φυσικής στο Γυμνάσιο πρέπει να είναι τέτοια, ώστε στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς οι εκπαιδευτικοί να μπορούν να πουν ότι, ναι, οι μαθητές απέκτησαν πειραματικές δεξιότητες, έμαθαν τις βασικές έννοιες του μαθήματος, κατανόησαν τη σημασία της Φυσικής στην καθημερινή τους ζωή αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία και κυρίως, αγάπησαν τη Φυσική. Στην επιτυχία των Γενικών Διδακτικών Σκοπών, μεγάλη σημασία παίζει η στάση των μαθητών απέναντι στο μάθημα. Και αυτή εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων ορισμένοι από τους οποίους αφορούν τη διεξαγωγή του μαθήματος αλλά και από άλλους παράγοντες, που εκ πρώτης όψεως μπορεί να μη σχετίζονται με το μάθημα (όπως για παράδειγμα κοινωνικοί και ατομικοί παράγοντες). Σύμφωνα με τις διεθνείς έρευνες PISA και TIMMS, οι μαθητές της Κύπρου δεν φαίνεται να έχουν υψηλό επίπεδο γνώσης της Φυσικής, αφού κατατάσσονται ένα σκαλί πάνω από το τελευταίο στον τομέα του γραμματισμού στις φυσικές επιστήμες. Η αιτιολογία που συχνά αναφέρεται για το φαινόμενο είναι ότι η εξειδίκευση των γενικών σκοπών στο αναλυτικό πρόγραμμα της Κύπρου διαφέρει από την εξειδίκευση των σκοπών έτσι όπως τη σχεδιάζουν οι διεθνείς έρευνες. Λαμβάνοντας υπόψη το φαινόμενο αυτό, στην παρούσα έρευνα επιχειρούμε να διερευνήσουμε (α) σε ποιο βαθμό επιτυγχάνονται οι μαθησιακοί σκοποί του μαθήματος της Φυσικής έτσι όπως εξειδικεύονται στα εκπαιδευτικά προγράμματα της Κύπρου, (β) να διερευνήσουμε τις στάσεις των μαθητών για τη Φυσική και (γ) να συσχετίσουμε τις στάσεις με τους παράγοντες που τις καθορίζουν. Η διερεύνηση του βαθμού ανταπόκρισης των μαθητών στους μαθησιακούς σκοπούς -δηλαδή το (α) παραπάνω- ισοδυναμεί με διερεύνηση του επιπέδου γνώσεων των μαθητών στις φυσικές έννοιες και στα φυσικά φαινόμενα που έχουν διδαχθεί. Η διερεύνηση των στάσεων -δηλαδή το (β) παραπάνω- ισοδυναμεί με διερεύνηση του βαθμού στον οποίο οι μαθητές κρίνουν το μάθημα χρήσιμο και ευχάριστο. Η διερεύνηση των παραγόντων που επηρεάζουν τις στάσεις -δηλαδή το (γ) παραπάνω- ισοδυναμούν με εξέταση του βαθμού συσχέτισης των επί μέρους παραγόντων με τις στάσεις. Ειδικά ως προς το σκέλος αυτό, για να αποτελέσει η έρευνα ένα χρήσιμο εργαλείο για τους μάχιμους καθηγητές Φυσικής, από τους παράγοντες που επηρεάζουν τις στάσεις επιλέχθηκαν εκείνοι στους οποίους μπορούν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί να επιδράσουν. Τέτοιοι παράγοντες είναι οι διδακτικές τους πρακτικές, το κλίμα στην τάξη και τα κίνητρα των μαθητών σε σχέση με τη Φυσική. Είναι οι παράγοντες στους οποίους αλληλεπιδρά αποκλειστικά ο εκπαιδευτικός με τους μαθητές, με σχετικά ουδέτερους άλλους παράγοντες όπως το οικογενειακό περιβάλλον, το ευρύτερο σχολικό περιβάλλον και την κοινωνία γενικότερα. Μετά τη θεωρητική θεμελίωση των παραπάνω η οποία καλύπτει το πρώτο μέρος της μελέτης η διερεύνηση των (α), (β) και (γ) έγινε με ποσοτική έρευνα η οποία περιλάμβανε τις εξείς ενότητες: Διερεύνηση των βασικών γνώσεων για τη Φυσική μαθητών της Β΄ και Γ΄ Τάξης Γυμνασίου, σε αστικό γυμνάσιο της Λευκωσίας. Με την έρευνα φάνηκε πως η επίδοση των μαθητών είναι μέτρια, ιδίως στον τομέα της επιστημονικής μεθοδολογίας αλλά και στην κατανόηση συγκεκριμένων εννοιών του μαθήματος. Επίσης διενεργήθηκε μέτρηση των τριών παραγόντων (μαθησιακό περιβάλλον, διδακτική μέθοδος, κίνητρα) οι οποίοι επηρεάζουν τις στάσεις των μαθητών για το μάθημα της Φυσικής. Τέλος, διερευνήθηκαν οι στάσεις των μαθητών για το μάθημα και διαφάνηκε πως οι μαθητές έχουν θετικές στάσεις ως προς το μάθημα, αφού η πλειοψηφία αυτών δηλώνει ότι η Φυσική είναι χρήσιμη, ενδιαφέρουσα και τους αρέσει. Από τη διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στις στάσεις, στα κίνητρα, το μαθησιακό περιβάλλον της τάξης και τις διδακτικές πρακτικές, αναδεικνύεται η συσχέτιση των στάσεων με τα κίνητρα των παιδιών, ενώ οι διδακτικές πρακτικές που ερευνήθηκαν συσχετίζονται εν μέρει με τις στάσεις και τα κίνητρα και εν μέρει με το μαθησιακό κλίμα της τάξης.