Η παθογένεια του ελληνικού δημοσιονομικού χρέους και οι βέλτιστες πρακτικές οικονομικής σύγκλισης στο μέλλον
Thesis
Με την παρούσα εργασία, διερευνώνται οι παράγοντες που οδήγησαν στην αύξηση του δημόσιου χρέους και την διατήρησή του σε υψηλά επίπεδα. Επίσης, αναζητήθηκαν οι πρακτικές που μπορεί να βοηθήσουν στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και της σύγκλισης των επιδόσεών της με τις άλλες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε βιβλιογραφικά αλλά και ποσοτικά, με την στατιστική συσχέτιση του δημόσιου χρέους με διάφορες μακροοικονομικές μεταβλητές, για την περίοδο 1990-2018. Αρχικά από την έρευνα διαπιστώθηκε, ότι η μεταβολή του δημόσιου χρέους δεν επηρεάστηκε από το την μεταβολή του δημοσιονομικού ελλείμματος, των τόκων πληρωτέων, τις καθαρές εισροές από ΑΞΕ και το εμπορικό ισοζύγιο πριν και μετά την κρίση του 2008. Αντίθετα, η μεταβολή του δημόσιου χρέους επηρεάστηκε αρνητικά από την μεταβολή του ΑΕΠ, την τελική κρατική δαπάνη, την μεταβολή των κεφαλαιουχικών δαπανών και την μεταβολή στην παραγωγικότητα πολλαπλών παραγόντων (MFP). Στο σύνολο της μελετώμενης χρονικής περιόδου διαπιστώθηκε, ότι για αύξηση μιας ποσοστιαίας μονάδας του ΑΕΠ, η μεταβολή του δημόσιου χρέους είναι 0,01%, η αύξηση των πληρωτέων τόκων προς ΑΕΠ κατά μια ποσοστιαία μονάδα οδηγεί σε αύξηση κατά 0,28% του δημόσιου χρέους. Επίσης θετική ήταν η σχέση της αύξησης του δημόσιου χρέους με την αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και της κρατικής δαπάνης ενώ αρνητική η επίδραση της αύξησης των εισροών από τις ΑΞΕ. Η σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με τις ισχυρές οικονομίες της ΕΕ, απαιτεί την εφαρμογή ισχυρότερων πολιτικών, πέρα από το υφιστάμενο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής και το χαμηλό επίπεδο πληθωρισμού. Πιο συγκεκριμένα, απαιτείται η σύγκλιση σε επίπεδο εισοδήματος, που μπορεί να επιτευχθεί μέσω της αύξησης του ρυθμού της παραγωγικότητας, των κεφαλαιουχικών επενδύσεων και την έρευνα και ανάπτυξη.