Το μυστήριο της εξομολογήσεως και κανονικό δίκαιο

Ραπτάκης, Εμμανουήλ (2020-10)

English abstract The pastoral community of the Church is founded through the Holy Canons, as the constitute the law of the Church. The relationship between Pastoral and Sacred Canons is not always properly approached. This results in us being led to the autonomous practice of Pastoralism, without the coexistence of the Sacred Canons. This phenomenon is due to the misconception of people, who have nothing to do with Holy Fathers of the Church, about their teaching as they derive it from the Old and New Testaments. In order to understand the correct relationship between Law and Gospel, Law and Grace, Old and New Testament, the character and mission of teaching of the Church, there must be a substantial understanding of the theology of the Bible. The theology of the Bible is always the basis, the starting point and the criterion of the Church, as it has managed a unique way to capture the revelation of the will and actions of the Triune God, for the salvation of the world. The Holy Tradition, with its only infallible interpretation of the Bible, is not capable of substituting the Bible on its own, because it is as necessary as it is. The Law is a gift from God to His people. The word Torah has the meaning of law or legislative code. It means teaching, the teaching of the Word of God to His people, through the priests and the prophets. The Torah Law of the Old Testament does not mean a legal relationship between God and His people, but also reveals the existence of a patriarchal relationship with society. God, as a “good shepherd”, renews his legislation to the people through a new code, whenever necessary. From the above it becomes clear the pastoral-paedagogical character of the Law in the Old Testament. This mission of the Law is also mentioned by the divine liturgy of St. Basil, with the epigram phrase “Law of Idos in help”.

Thesis

Η παρούσα διπλωματική εργασία αναδεικνύει τη σχέση μεταξύ του Ιερού Μυστηρίου της Εξομολογήσεως και του Κανονικού Δικαίου, καταδεικνύει έτσι στην ειδικότητά της τη σχέση μεταξύ της Ποιμαντικής Διακονίας της Εκκλησίας ως έμπρακτα βιωμένης εφαρμογής του Ευαγγελίου και των Ιερών Κανόνων που ως κανονιστικό πλέγμα συνιστούν τον Νόμο της. Η σχέση αυτή είναι πρωτίστως διαλεκτική και αλληλοσυμπληρούμενη αλλά ουδέποτε αμοιβαίου αποκλεισμού ή υπεροχής του ενός πεδίου επί του άλλου: δεν νοείται αυτόνομη άσκηση της ποιμαντικής , χωρίς τη συνύπαρξή της με το Νόμο. Η ανάλυση της σχέσης αυτής διέρχεται μέσα από την εννοιολογική προσέγγιση της αμαρτίας, την επεξήγηση και διαβαθμισμένη ταξινόμησή της ανάλογα με τη βαρύτητα αυτής, σε αμαρτίες κατά περίπτωση θανάσιμες, μη θανάσιμες και αμαρτίες του μη καλού για να καταλήξει στις πνευματικές επιπτώσεις της αποτυχίας αυτής. Στο σημείο αυτό παρεισάγεται η λυτρωτική συμβολή της μετάνοιας δια του Μυστηρίου της Εξομολογήσεως, ως έργο της Θείας Χάριτος, εξειδικεύεται η ανάγκη αυτού, αποτυπώνονται τα στάδια της μετανοίας και ο αληθινός ρόλος του πραγματικού Πνευματικού πατρός ως Εξομολόγου, που διαπιστώνοντας την νομοθετική παράβαση του Ιερού Κανόνα αποκαθιστά την πνευματική τάξη δια της προσκλήσης σε Μετάνοια κι Εξομολόγηση και την επιβολή ή μη της επιτιμίας. Έτσι, ολοκληρώνεται η εργασία καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως το Μυστήριο της εξομολόγησης ως συνισταμένης της παράβασης, της ποινής και της αποκατάστασης οδηγεί στην λύτρωση και την πνευματική αναβάπτιση του προσώπου και την επανένωση του ανθρώπου με το Θεό, αποκαθιστώντας την διαταραχθείσα αυτή σχέση αγάπης.