Ποιά τα οικονομικά αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων στην Δημόσια διοίκηση κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής από το 2010 εώς το 2018
Thesis
Η Ελλάδα έχοντας εκπληρώσει επιτυχώς το τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής επανήλθε στο δρόμο της κανονικότητας-εμπιστοσύνης των αγορών. Οι δεσμεύσεις για μεταρρυθμίσεις μέσω των Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής (εφεξής Π.Ο.Π.) έχουν εξελικτικό χαρακτήρα. Η αναγκαιότητα των Π.Ο.Π. οδήγησε στην εφαρμογή συσταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής. Το μείγμα που χρησιμοποιήθηκε εξετάζεται διεξοδικά για το κατά πόσο ήταν το ιδανικό για την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές, αλλά κυρίως το μέγεθος των μεταρρυθμίσεων στον δημόσιο τομέα ως εργαλείων επιτυχίας στη βασική επιδίωξη για δημοσιονομική σταθερότητα-πειθαρχία και βιωσιμότητα του χρέους. Η παρούσα εργασία καταδεικνύει ότι τα τρία Π.Ο.Π. έδωσαν προτεραιότητα στην επίτευξη δημοσιονομικών στόχων και όχι τόσο στην υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που αυξάνουν το δυνητικό προϊόν της οικονομίας. Το κόστος της προσαρμογής των ΠΟΠ, όσον αφορά στην απώλεια του ΑΕΠ, την ανεργία, την μείωση των δημόσιων επενδύσεων ήταν υψηλότερο από το αναμενόμενο, δημιουργώντας αρνητικό αντίκτυπο στην ευημερία της χώρας. Η άσκηση συσταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής αλλά κυρίως η εσωτερική υποτίμηση βοήθησαν, σε μακροοικονομικό επίπεδο, την επίτευξη τόσο της δημοσιονομικής προσαρμογής όσο και της προσαρμογής στην αγορά εργασίας. Αναντίρρητα, η προσαρμογή επιτεύχθηκε με υψηλό κοινωνικό κόστος, σε βάρος των δημόσιων επενδύσεων αλλά και της εσωτερικής ζήτησης λόγω της μείωσης των μισθών και των συντάξεων, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο τη δυναμική της οικονομίας. Η δημοσιονομική προσαρμογή ήταν πρωτοφανής σε μέγεθος και ταχύτητα. Οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές αποδείχθηκαν υψηλότεροι από ότι είχε αρχικά προβλεφθεί από τους διεθνείς οργανισμούς, επιδεινώνοντας την ύφεση. Εντούτοις, τα Π.Ο.Π. πρόσφεραν την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους, την εξάλειψη των δίδυμων ελλειμάτων και την πιο αποτελεσματική δημόσια διοίκηση. Στον αντίποδα, τροφοδότησαν την ανεργία και την υπέρμετρη φορολογία με επακόλουθο την καταβαράθρωση των επενδύσεων και τη γέννηση ενός νέου ιδιωτικού χρέους που απεικονίζεται στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (εφεξής Μ.Ε.Δ.). Ταυτόχρονα η χώρα βιώνει μια παραγωγική υστέρηση που οφείλεται στην παγίδα στασιμότητας λόγω της δέσμευσής της για πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία είναι άκρως υψηλά. Τα προγράμματα, παρά τους στόχους που είχαν και διασφαλίζονταν με τις συνεχείς αξιολογήσεις, ώστε να επιτευχθεί η χρηματοδότηση της χώρας, δεν βρέθηκαν σε μια παράλληλη τροχιά με μια αναπτυξιακή στρατηγική που θα μπορούσε να επεκταθεί πέρα από τα προγράμματα σε βάθος χρόνου. Ωστόσο στο δημόσιο τομέα έχουν γίνει τομές μέσω των Π.Ο.Π. ώστε να υπάρχουν τα κατάλληλα εργαλεία και να συντελείται η δημοσιονομική σταθερότητα. Συμπερασματικά, η εφαρμογή των δημόσιων πολιτικών χρειάζεται αποτελεσματική δημόσια διοίκηση που σε αυτήν συνδράμει η ικανή πολιτική ηγεσία. Μια ηγεσία που υιοθέτει την «αποπολιτικοποίηση» της δημόσιας διοίκησης όπως αναφέρεται στο τρίτο Π.Ο.Π. Η δημόσια διοίκηση θα πρέπει να έχει κριτήριο τη διαφάνεια, την αποτελεσματικότητα και να υιοθετεί μεταρρυθμίσεις που οδηγούν σε αποδοτικότητα και θεσμική μνήμη.