dc.description.abstract | Στα χρόνια που γεννήθηκε ο χριστιανισμός και γράφτηκε η Καινή Διαθήκη, οι υποδουλωμένοι στους ρωμαίους λαοί, είτε Ιουδαίοι είτε Έλληνες, ένοιωθαν πως τελείωνε μία εποχή και άρχιζε μία άλλη. Την νέα τάξη προσπαθούσε από τη μία πλευρά να εδραιώσει η Ρώμη με το νόμο και τη βία και από την άλλη ο νομικός ιουδαϊσμός με γνώμονα τον Μωσαϊκό Νόμο, με απώτερο σκοπό να πετύχει από τον Θεό, την απελευθέρωση προς χάρη αποκλειστικά του ιουδαϊκού έθνους. Ο ιουδαϊσμός από έθνος μετατράπηκε σε εθνική εκκλησία, και η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με τη λατρεία του αυτοκράτορα, μετατράπηκε σε ιεροκρατική δεσποτεία.
Η χριστιανική απάντηση στο βασικό αυτό πρόβλημα ήταν πως η νέα τάξη, κατά τον χαρακτήρα του Ιησού Χριστού, είναι δημιούργημα της αγάπης του Θεού για την ανθρωπότητα, και άξιοί της δεν είναι αυτοί που νομίζουν πως θα τη φτιάξουν με τη βία ή με τη νομικά άψογη θρησκευτική διαγωγή τους, αλλά οι τάξεις αυτές των ανθρώπων που τη λαχταρούν αληθινά, χωρίς να πιστεύουν πως δικαιωματικά, για διάφορους λόγους, θρησκευτικούς, κοινωνικούς κλπ, την αξίζουν. | en_UK |