dc.description.abstract | Το διεθνές εμπόριο και οι διεθνείς χρηματοοικονομικές συναλλαγές, ήταν πάντοτε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, προκαλώντας έντονες συζητήσεις και διενέξεις μεταξύ πολιτικών και οικονομολόγων, από τις αρχές του 16ου αιώνα.
Μετά το πέρας του 2ου παγκοσμίου πολέμου, η επικρατούσα άποψη μεταξύ των περισσοτέρων οικονομολόγων ήταν ότι το διεθνές εμπόριο μπορούσε να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης τόσο των ήδη αναπτυγμένων χωρών όσο και των οικονομικά υπανάπτυκτων χωρών.
Σήμερα, η μελέτη των Διεθνών Οικονομικών είναι πιο επίκαιρη από ποτέ διότι οι ροές αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων, συνδέουν όλο και πιο στενά τις εθνικές οικονομίες.
Το κυρίως ρεύμα των οικονομολόγων θεωρεί ότι τα πλεονεκτήματα του ελευθέρου εμπορίου είναι τα ακόλουθα:
Η χώρα που ανταλλάσσει αγαθά και υπηρεσίες στις διεθνείς αγορές, μπορεί να εκμεταλλευθεί τους παραγωγικούς της συντελεστές πιο αποδοτικά. Επικεντρώνεται στους τομείς που έχει χαμηλότερο σχετικό κόστος και, παράλληλα, κερδίζει από τις ενδεχόμενες οικονομίες κλίμακας, την αύξηση της τεχνογνωσίας, και τη συμπίεση του κόστους που δημιουργεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός.
Επιπροσθέτως, οι τεχνολογικές βελτιώσεις που προκύπτουν στις διάφορες παραγωγικές δραστηριότητες μεταφέρονται, άμεσα ή έμμεσα, σε όλες τις συναλλασσόμενες χώρες.
Τα κράτη που συμμετέχουν στις διεθνείς χρηματαγορές και επιτρέπουν ελεύθερη εισαγωγή και εξαγωγή κεφαλαίων αναπτύσσονται ταχύτερα και βοηθούν την γρηγορότερη ανάπτυξη των άλλων χωρών. Τα χρήματα επενδύονται στις δραστηριότητες που απαιτούν πιο έντονα κεφάλαια, όπως αυτό φαίνεται από τις προσφερόμενες υψηλότερες αποδόσεις.
Το αποτέλεσμα της ελευθερίας στις διεθνείς συναλλαγές, είναι η αύξηση του πραγματικού εθνικού προϊόντος και εισοδήματος. | en_UK |