Η διαχείριση της Γνώσης και η οικονομική κρίση στις βιβλιοθήκες της Κύπρου
Thesis
Στην κοινωνία της πληροφορίας και της γνώσης στην οποία ζούμε, ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις δίνουν μεγάλη βαρύτητα στην αποτελεσματική διαχείριση της γνώσης και στην αξιοποίηση όλων των μελών τους, με σκοπό τη βελτίωσή τους και την παροχή ποιοτικότερων υπηρεσιών στους πελάτες τους. Οι οικονομίες όλο και περισσότερο στηρίζονται στην παραγωγή, διάχυση, διαχείριση και χρήση της γνώσης. Ουσιαστικά, λοιπόν, έχουν αναγνωρίσει τον κρίσιμο ρόλο που θα διαδραματίσει στη μελλοντική τους επιτυχία, σαν στρατηγικός επιχειρησιακός πόρος, και την τοποθετούν στην κορυφή των προτεραιοτήτων τους. Στην προσπάθεια τους να μεταμορφωθούν σε οργανισμούς μάθησης, οι επιχειρήσεις καλούνται να προσαρμόσουν ανάλογα τον στρατηγικό προσανατολισμό τους, τη δομή τους, την οργανωσιακή κουλτούρα, και τις πολιτικές διοίκησης των ανθρώπινων πόρων τους, αναπτύσσοντας έτσι πολιτικές και μηχανισμούς μάθησης. Η έννοια της διαχείρισης και διάχυσης της γνώσης έχει αναπτυχτεί τις τελευταίες δεκαετίες από τους επιστήμονες και γίνεται όλο και πιο αξιοπρόσεκτη στο χώρο των επιχειρήσεων, καθώς υπάρχει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τον τρόπο, με τον οποίο η γνώση μπορεί να επιφέρει βελτιώσεις στην επιχειρησιακή λειτουργία. Ο οργανισμός μάθησης διευκολύνει την μάθηση όλων των μελών του, ώστε να είναι ικανά συνεχώς να βελτιώνονται, με αποτέλεσμα να ευνοείται η καινοτομία, η ευελιξία και η πρόοδος. Οι οργανισμοί μάθησης χαρακτηρίζονται από τη συνεργασία όλων των ατόμων και τη δημιουργική παραγωγή, τη διανομή και τη διάχυση της γνώσης, ενώ η κουλτούρα τους είναι βασισμένη στην επιθυμία για μάθηση και βελτίωση, την οποία μοιράζονται όλα τα μέλη του οργανισμού. Ακόμη, οι πολιτικές διοίκησης ανθρώπινων πόρων, αποτελούν τεχνικές διοίκησης, που συμβάλλουν με τέτοιο τρόπο, ώστε οι επιχειρήσεις να είναι ευέλικτες, καινοτόμες, αποτελεσματικές και να επωφελούνται από τις αλλαγές που εκτυλίσσονται στο περιβάλλον τους. Η μελέτη που παρουσιάζεται διερευνά, τα χαρακτηριστικά της γνώσης, την παραγωγή και διαχείρισή της αλλά και της επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στο χώρο των βιβλιοθηκών. Η παραγωγή γνώσης, την οποία αναλύουμε, είναι η διαδικασία με την οποία εμφανίζεται στον οργανισμό η νέα γνώση και ξεκινάει από τη στιγμή που ο οργανισμός διαπιστώνει την ανάγκη γι’ αυτή. Επιπλέον, δίνεται έμφαση στα συστήματα και τεχνικές που χρησιμοποιούνται από τις επιχειρήσεις για τη διαχείρισή της. Τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την έρευνα μας, δείχνουν ότι οι κυπριακές βιβλιοθήκες έχουν αρχίσει να ενσωματώνουν νέες τεχνικές διαχείρισης και διάχυσης της γνώσης (οργανισμών μάθησης), στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις της εποχής. Όσον αφορά τη διανομή, αποθήκευση, ανάκτηση και ερμηνεία της γνώσης, οι κυπριακές βιβλιοθήκες θα λέγαμε ότι είναι αναπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό, ενώ η οργανωσιακή τους κουλτούρα, χαρακτηρίζεται από συνεργασία και ομαδικό πνεύμα. Επίσης, σε όλες τις βιβλιοθήκες, εφαρμόζονται σχετικά, σύγχρονες πολιτικές διοίκησης ανθρώπινων πόρων που ευνοούν την ανάπτυξη χαρακτηριστικών οργανισμών μάθησης. Η μετατροπή ενός οργανισμού σε οργανισμό μάθησης, δεν είναι απλή διαδικασία, απαιτεί χρόνο και εξαρτάται από την ικανότητα της κάθε επιχείρησης να κατανοήσει τη σημασία του ανθρώπινου κεφαλαίου της. Είναι απαραίτητο οι σύγχρονοι οργανισμοί και επιχειρήσεις να αναπτύξουν συστηματικούς μηχανισμούς ανάπτυξης της οργανωσιακής γνώσης, διοίκησης και μάθησης, προκειμένου να εκμεταλλευτούν τις γνωστικές τους δυνατότητες και να περιορίσουν τις ελλείψεις των γνωστικών τους πόρων.