Η σύμβαση για τις αστικές της διεθνούς απαγωγής παιδιών (Κυρωτικού) Νόμου του 1994 11[III]1994, μέσα από τις αποφάσεις του οικογενειακού δικαστηρίου και του ανώτατου δικαστηρίου ως δευτεροβάθμιου οικογενειακού δικαστηρίου

Ερωτοκρίτου, Ευστάθιος (2017-12)

Thesis

Η εκπόνηση της παρούσης διπλωματικής εργασίας, επιχειρεί να θίξει το ζήτημα της απαγωγής/παράνομης κατακράτησης και μετακίνησης παιδιών από τον ένα γονιό, μέσα από το πρίσμα των αποφάσεων των Δικαστηρίων και της Νομολογίας (κυρίως Αγγλικής) που υπάρχει επί αυτών των θεμάτων. Ως γνωστόν, πρωταρχικός σκοπός της Σύμβασης της Χάγης είναι η διασφάλιση της άμεσης επιστροφής παιδιών που παράνομα είτε μετακινήθηκαν ή κατακρατούνται σε οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα κράτη. Συγχρόνως, επιδιώκεται με την επιστροφή και η διασφάλιση του δικαιώματος φύλαξης και επικοινωνίας. Στο προοίμιο της Σύμβασης τονίζεται ότι τα συμφέροντα των παιδιών είναι πρωταρχικής σημασίας σε θέματα φύλαξης. Ο σκοπός της Σύμβασης θα πρέπει να διασφαλίζεται ευλαβικά κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας ενός Δικαστηρίου, εκτός εάν αποδειχθεί ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι οι οποίοι θα επιτρέψουν στο Δικαστήριο κατ' εξαίρεση να αποστεί από το σκοπό της Σύμβασης, που είναι η επιστροφή των παιδιών στο τόπο της συνήθους διαμονής τους. Τα πιο πάνω αναλύονται στις αποφάσεις που έχω επιλέξει να συμπεριλάβω στην διπλωματική μου εργασία. Από αυτές, δεν θα μπορούσα να μην συμπεριλάβω την γνωστή υπόθεση της απαγωγής της μικρής Μαριέ Ελένης, μιας υπόθεσης που συντάραξε το παγκύπριο. Ασφαλώς και η πιο πάνω υπόθεση, δεν εκδικάστηκε από Κυπριακά Δικαστήρια. Έχει όμως την δική της σημασία. Η σημασία της πιο πάνω απόφασης, εκτός από το γεγονός ότι αναγνώριζε στην πράξη την απαγωγή της ανήλικης από τον ίδιο της τον πατέρα και έδιδε εντολές για επαναπατρισμό και επιστροφή της στην μητέρα της στην Κύπρο, έγκειτο και στο γεγονός ότι σταματούσε το χρόνο να τρέχει εναντίον της μητέρας. Σύμφωνα με τα Νορβηγικά Δικαστήρια, εάν ένα παιδί απαχθεί από γονέα και περάσει αρκετό καιρό μαζί του με αποτέλεσμα να έχει τακτοποιηθεί μαζί με αυτόν τον γονέα και νιώθει άνετα μαζί του και γενικότερα έχει συνηθίσει τη ζωή μαζί του, τότε θεωρούν, ότι είναι προς το συμφέρον του παιδιού να παραμείνει με τον απαγωγέα γονέα για να μην διαταραχθεί η ζωή του και πάλι. Στα αρχικά κεφάλαια της παρούσης διπλωματικής εργασίας επιχειρείται μια ιστορική αναδρομή, στο τι υπήρχε πριν από τη Σύμβαση, στον τρόπο με τον οποίο γίνεται η υποβολή της αίτησης για επιστροφή ενός παιδιού καθώς και τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η απόδειξη σε αυτού του είδους τις διαδικασίες.