Οι Έλληνες Πρόξενοι στην Κύπρο κατά τον Εθνικό Διχασμό
ENGLISH ABSTRACT This dissertation investigates the diplomatic presence and activities of Greek consuls in Cyprus during the critical period of the National Schism in Greece (1915–1917), a time of deep political division between the royalist supporters of King Constantine I and the liberal-republican camp led by Eleftherios Venizelos. Set against the backdrop of British colonial administration on the island, the study highlights the delicate and often contested role of Greek consular authorities in shaping political allegiances, influencing public opinion, and maintaining ties between the Greek state and the Cypriot population. Central to this analysis is the examination of how Greek consuls navigated the polarized political climate. The actions of Consul Vattimbelas, in particular, serve as a case study of active engagement in support of Venizelist policies, despite operating under the watchful eye of British colonial authorities who were increasingly wary of any foreign influence that could stir nationalist sentiment among Cypriots. In addition, the research explores the significant contribution of Archbishop Meletios Metaxakis, whose dual role as a religious leader and de facto national representative allowed him to serve as a vital intermediary between Cyprus and the Greek government in exile. His alignment with the Venizelist cause and his advocacy for the island’s future union with Greece placed him at the heart of both ecclesiastical and political developments during this volatile era. The study further evaluates the British administration’s reaction to Greek consular activity, which ranged from cautious tolerance to overt suspicion, particularly when consular initiatives were perceived as encouraging anti-colonial or irredentist ideologies. By assessing a range of primary sources—including diplomatic dispatches, correspondence, and press reports—this dissertation sheds light on the interplay between national policy, colonial politics, and local agency. Ultimately, the thesis argues that the Greek consular presence in Cyprus during the National Schism functioned not only as a formal diplomatic channel but also as an unofficial instrument of ideological and political influence, reflecting the fragmentation of Greek national identity and its transnational reverberations in the broader Eastern Mediterranean context
Thesis
Η παρούσα διπλωματική εργασία διερευνά τη διπλωματική παρουσία και δράση των Ελλήνων προξένων στην Κύπρο κατά την κρίσιμη περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1915–1917), μια εποχή βαθιάς πολιτικής πόλωσης μεταξύ των φιλοβασιλικών υποστηρικτών του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ και των φιλελευθέρων οπαδών του Ελευθερίου Βενιζέλου. Στο πλαίσιο της βρετανικής αποικιοκρατικής διοίκησης στο νησί, η μελέτη αυτή αναδεικνύει τον σύνθετο και συχνά αμφιλεγόμενο ρόλο των ελληνικών προξενικών αρχών στη διαμόρφωση πολιτικών τάσεων, στην επηρέαση της κοινής γνώμης και στη διατήρηση δεσμών μεταξύ του κυπριακού ελληνισμού και του ελλαδικού κράτους. Κεντρικό σημείο ανάλυσης αποτελεί η στάση και η δράση των Ελλήνων προξένων στο νησί κατά την περίοδο του Διχασμού, με ιδιαίτερη έμφαση στην περίπτωση του προξένου Βατιμπέλα, ο οποίος ενήργησε με σαφή προσανατολισμό υπέρ της βενιζελικής παράταξης. Η παρουσία του δεν περιορίστηκε σε τυπικά διπλωματικά καθήκοντα, αλλά εκτείνεται σε πολιτικού τύπου παρεμβάσεις, συχνά υπό το βλέμμα και την καχυποψία των Βρετανών αποικιοκρατών, οι οποίοι επεδείκνυαν αυξανόμενη επιφυλακτικότητα απέναντι σε κάθε εξωτερική επιρροή που μπορούσε να ενισχύσει τον εθνικισμό των Κυπρίων. Επιπλέον, ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στη φυσιογνωμία του Αρχιεπισκόπου Μελετίου Μεταξάκη, ο οποίος λειτούργησε ως θρησκευτικός αλλά και πολιτικός παράγοντας, ενισχύοντας την εθνική αφύπνιση του κυπριακού ελληνισμού και διατηρώντας ενεργή επαφή με το βενιζελικό κέντρο. Η δράση του αποτέλεσε κομβικό σημείο στη σύνδεση των τοπικών εθνικών προσδοκιών με τις εξελίξεις στην ελλαδική πολιτική σκηνή. Η εργασία εξετάζει επίσης τη στάση της βρετανικής αποικιοκρατικής διοίκησης απέναντι στο ελληνικό προξενείο, εντοπίζοντας τις διακυμάνσεις από την ανεκτικότητα έως και τη δυσπιστία, ιδίως όταν οι προξενικές ενέργειες εκλαμβάνονταν ως φορείς υπονόμευσης της αποικιακής τάξης ή ως έκφραση ενωτικών τάσεων. Μέσα από την αξιοποίηση πρωτογενών πηγών –όπως διπλωματική αλληλογραφία, αρχειακά τεκμήρια και Τύπος της εποχής– η μελέτη φωτίζει τη δυναμική συνύπαρξη της εθνικής πολιτικής, της αποικιακής εξουσίας και της τοπικής δράσης. Καταλήγοντας, η εργασία υποστηρίζει ότι η ελληνική προξενική παρουσία στην Κύπρο δεν υπήρξε απλώς ένας επίσημος διπλωματικός θεσμός, αλλά λειτούργησε ως άτυπος φορέας ιδεολογικής και πολιτικής επιρροής, αντανακλώντας τον κατακερματισμό της ελληνικής εθνικής ταυτότητας και τις διεθνικές του διαστάσεις στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου