Το νομικό καθεστώς περί οργάνωσης της διοίκησης της υπηρεσίας εφαρμογής της νέας αγροτικής πολιτικής (ΚΑΠ)
Thesis
Η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης το 1957 και την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, προέβλεπε μεταξύ άλλων την ενίσχυση της ενότητας των οικονομιών των κρατών μελών, την προώθηση της αρμονικής τους ανάπτυξης και την κοινή οικονομική και εμπορική πολιτική. Μέσα στα πλαίσια αυτά περιλαμβάνεται και η κοινή πολιτική στον τομέα της γεωργίας και της αλιείας. Ο γεωργικός τομέας αποτέλεσε το μοναδικό τομέα όπου διαμορφώθηκε μία συγκεκριμένη παρεμβατική πολιτική. Η επισιτιστική ανεπάρκεια που έπληξε την Ευρώπη τόσο κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και μεταπολεμικά, σε συνδυασμό με την ίδρυση της Κοινής Αγοράς που θα περιελάμβανε τα γεωργικά προϊόντα, εξηγούν το ενδιαφέρον των έξι ιδρυτικών μελών να παρέμβουν με σκοπό τη στήριξη της γεωργίας και τη ρύθμιση των γεωργικών αγορών, με την ταυτόχρονη κατάργηση των εθνικών μηχανισμών παρέμβασης, οι οποίοι ήταν ασύμβατοι με την κοινή αγορά, και τη μεταφορά τους σε κοινοτικό επίπεδο1. Επομένως, στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ανήκει και η Κοινή Αγροτική Πολιτική (Κ.Α.Π.). Τα στοιχεία που ελήφθησαν βασικά υπόψη στη δημιουργία της Κ.Α.Π. ήταν2: • Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των γεωργικών δραστηριοτήτων, ως απόρροια της κοινωνικής δομής της γεωργίας, των διαρθρωτικών και φυσικών ανισοτήτων μεταξύ των διαφόρων περιοχών. • Η ανάγκη βαθμιαίας εφαρμογής των κατάλληλων προσαρμογών Το γεγονός ότι η γεωργία αποτελεί ένα τομέα στενά συνδεδεμένο με το σύνολο της οικονομίας. Σύμφωνα με τα άρθρα 32 και 38 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, στόχος της Κ.Α.Π. είναι η διασφάλιση λογικών τιμών για τους ευρωπαίους καταναλωτές και δίκαια εισοδήματα για τους αγρότες, ιδίως χάρη στην κοινή οργάνωση των αγροτικών αγορών και την τήρηση των ακόλουθων αρχών. Ειδικότερα στόχος είναι3: • Ενιαίες τιμές. • Δημοσιονομική αλληλεγγύη. • Κοινοτική προτίμηση. Οι επιμέρους στόχοι της Κ.Α.Π., όπως αυτοί καθορίζονται στο άρθρο 33 της Συνθήκης της Ρώμης είναι4: 1. Η αύξηση της παραγωγικότητας της γεωργίας. 2. Η εξασφάλιση ενός δίκαιου βιοτικού επιπέδου του γεωργικού πληθυσμού. 3. Η σταθεροποίηση της αγοράς. 4. Η εξασφάλιση του εφοδιασμού. 5. Η διασφάλιση λογικών τιμών στους καταναλωτές. Πάντως, η διαχείριση της κοινής αγροτικής πολιτικής είναι δύσκολη υπόθεση, γιατί συνεπάγεται την ύπαρξη κοινών τιμών, κοινών εργαλείων διαχείρισης αυτών των τιμών, την κοινή χρηματοδότηση των μέτρων στήριξης και την κοινή προστασία έναντι του εξωτερικού. Όλοι αυτοί οι βαρείς αλλά απαραίτητοι μηχανισμοί αποτελούν μέρος της πρώτης πτυχής της ΚΑΠ, αυτής των αγορών, ενώ η άλλη πτυχή είναι εκείνη της αγροτικής ανάπτυξης5. Ενώ η κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών εξασφαλίζει την ασφάλεια των εφοδιασμών σε τρόφιμα σε λογικές τιμές για τους καταναλωτές, δεν μπορεί μόνη της να εξασφαλίσει την επίτευξη των άλλων στόχων της Συνθήκης, που είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της γεωργίας και η εξύψωση του βιοτικού επιπέδου τουγεωργικού πληθυσμού. Για την επίτευξη αυτών των άλλων στόχων χρειάζεται μία δραστική κοινωνικο-οικονομική πολιτική, η οποία, ενεργούσα μαζί με τις άλλες κοινές πολιτικές, όπως η περιφερειακή και η κοινωνική, μπορεί να εξασφαλίσει το μέλλον του αγροτικού κόσμου μέσα στην ενιαία αγορά. Η Αγροτική Πολιτική που εφαρμόζεται κάθε φορά επηρεάζει όλες τις κοινωνικές ομάδες: αγρότες, καταναλωτές και φορολογούμενους και έμμεσα όλους σχεδόν τους τομείς της οικονομίας. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική είναι ο μεγαλύτερος, ο πιο αμφιλεγόμενος από όλους τους τομείς πολιτικής της Ένωσης και αυτός που διαθέτει το μεγαλύτερο προϋπολογισμό. Η ΕΕ έχει στον τομέα της γεωργικής πολιτικής μεγαλύτερη εξουσία από αυτή που διαθέτει σε οποιοδήποτε άλλο τομέα πολιτικής και έχει εκδώσει όσον αφορά τη γεωργία περισσότερα νομοθετικά κείμενα από αυτά που έχει εγκρίνει για οποιαδήποτε άλλη πολιτική. Με την Κοινή Αγροτική Πολιτική εμπλέκονται νομοθετήματα διαφορετικών τομέων όπως για παράδειγμα του ανταγωνισμού, των συγχωνεύσεων και των επιδοτήσεων. Η μελλοντική προοπτική για τον τομέα της γεωργίας στην ΕΕ εξαρτάται από την ικανότητά του να επωφεληθεί από τις ευκαιρίες που παρέχονται τα τελευταία χρόνια στο εσωτερικό της ΕΕ και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Κοινοτική Αγροτική Πολιτική έχει ήδη σημειώσει μεγάλη πρόοδο και έχει τώρα πολλές δυνατότητες να γίνει ένα πραγματικά ευρωπαϊκό μοντέλο για τη γεωργία του 21ου αιώνα, διότι είναι μία δυναμική πολιτική. Από τη στιγμή της θέσπισής της έχει υπάρξει αντικείμενο συνεχών μεταρρυθμίσεων με σκοπό την ανταπόκρισή της στις εκάστοτε πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Η παρούσα εργασία πραγματεύεται την ΚΑΠ, κάτω από το πρίσμα του νομικού καθεστώτος της ΕΕ και των θεσμών που την ελέγχουν. Η έρευνα και η ανάπτυξη του θέματος βασίστηκε στη μεθοδολογία της ανάλυσης και αξιολόγησης γραπτών τεκμηρίων (νόμων, βιβλίων, μελετών, άρθρων, ετήσιων εκθέσεων, δημοσιευμάτων στον Τύπο, στατιστικών στοιχείων), με σκοπό την εξέταση των βασικών παραμέτρων, από θεσμική και οικονομική πλευρά, που εισήχθησαν με τη ριζική αναθεώρηση της ΚΑΠ και παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται μία σύντομη αναδρομή στην πορεία της αγροτικής πολιτικής της ΕΕ καθώς και στους στόχους που αυτή θέτει. Εν συνεχεία, η εργασία εστιάζει στα θεσμικά όργανα της ΕΕ που εμπλέκονται στην νομοθεσία, στην οργάνωση αλλά και στον έλεγχο των στόχων της ΚΑΠ. Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται μία διαφορετική προσέγγιση ως προς το θεσμικό πλαίσιο της ΚΑΠ και τονίζεται η σχέση της νομολογίας της ΕΕ που αναφέρεται στον αγροτικό τομέα, με τον ανταγωνισμό και τη δημιουργία καρτέλ επιχειρήσεων. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης αποκαλύπτουν τόσο τις αδυναμίες της νέας ΚΑΠ όσο και την έλλειψη προετοιμασίας του αγροτικού τομέα στην ανταπόκρισή του στα νέα δεδομένα. Το «κενό» ανταγωνιστικότητας των αγροτικών προϊόντων παραμένει και επιδεινώνεται μετά την μειωμένη προστασία της νέας ΚΑΠ, ενώ τα διαθρωτικά προβλήματα που χαρακτηρίζουν κυρίως τον ελληνικό αγροτικό τομέα δεν έχουν επιλυθεί συμβάλλοντας στην όξυνση των προβλημάτων του συγκεκριμένου κλάδου της οικονομίας. Συμπεραίνεται πως η υιοθέτηση και εφαρμογή της ολοκληρωμένης στρατηγικής αγροτικής ανάπτυξης και ο προσανατολισμός της παραγωγής σε ποιοτικά προϊόντα πρέπει να έχουν πρωτεύοντα ρόλο στην αγροτική πολιτική της ΕΕ και κυρίως των χωρών της Μεσογείου.