Το ιδιοκτησιακό ζήτημα της Κύπρου κάτω από τον φακό του δικαστηρίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
The European Convention on Human Rights protects among many other rights the right to respect a home under Article 8 and the right of possession under Article 1 of Protocol No.1. These two Articles were interpreted very broadly in a way to accord all Contracting States preferences. The right of possession covers a range of economic interests such as movable or immovable property, tangible or intangible interests. On the other hand, the right to respect of home recently has been extended to include not only the principal house but also a secondary house of which a person is passing a substantial time in it. This research paper aims to uncover the proprietary issue related with the occupied part of Cyprus which affects more than a third of the Cypriot population, which due to the illegal Turkish invasion in 1974 forced them to become internally displaced within their country without having a right to have access and enjoyment of their homes and possession for 42 years after the ceasefire. These people noting that their rights are still infringed by Turkey and bearing that the Republic of Cyprus negotiations with Turkey and Turkey-Cypriots leaders are ineffective they proceed to the European Court of Human Rights individually to claim their rights. Through an analysis of the property and home concepts there would be a presentation, examination and explanation of the most authoritative Cypriot proprietary cases from the beginning of the legal fight up to the current position. Moreover, there will be a deep discussion about the Immovable Property Commission, an internal remedy mechanism, which was set up by Turkey following the European Court of Human Rights judgments. Through the discussion there will be an examination of the legality and the workability of this mechanism along with the Court’s reasoning for accepting it as a genuine and effective remedy; disregarding the international law and its previous findings.
Thesis
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προστατεύει, μεταξύ πολλών άλλων δικαιωμάτων το δικαίωμα του σεβασμού της κατοικίας σύμφωνα με το άρθρο 8 και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1. Τα δύο αυτά άρθρα έχουν ερμηνευθεί ευρέως με τρόπο που να είναι σύμφωνα με τις προτιμήσεις όλων των συμβαλλόμενων κρατών. Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας καλύπτει ένα φάσμα οικονομικών συμφερόντων, όπως η κινητή ή ακίνητη περιουσία, ή άλλα συμφέροντα. Από την άλλη πλευρά, το δικαίωμα σεβασμού της κατοικίας πρόσφατα έχει επεκταθεί ώστε να περιλαμβάνει όχι μόνο την κύρια κατοικία, αλλά και μια δευτερεύουσα κατοικία στην οποία ένα άτομο περνά σημαντικό χρόνο της ζωής του. Αυτή η ερευνητική εργασία έχει ως στόχο να αποκαλύψει το ιδιοκτησιακό ζήτημα που σχετίζεται με το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου και το ποιο επηρεάζει περισσότερο από το ένα τρίτο του πληθυσμού της Κύπρου, και το οποίο οφείλεται στην παράνομη τουρκική εισβολή του 1974. Άνθρωποι αναγκάστηκαν να γίνουν εκτοπισμένοι στην ιδία την πατρίδα τους, χωρίς να έχουν το δικαίωμα πρόσβασης και απόλαυσης των σπιτιών τους αφού είναι υπό τουρκική κατοχή για 42 χρόνια μετά την κατάπαυση του πυρός. Αυτών των ανθρώπων να σημειωθεί ότι τα δικαιώματα τους ακόμα εξακολουθούν να παραβιάζονται από την Τουρκία και αφού οι διαπραγματεύσεις για επίλυση του προβλήματος με την Τουρκία είναι αναποτελεσματικές, προσφεύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ο κάθε ένας ξεχωριστά για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους και τις περιουσίες τους. Μέσα από την ανάλυση της έννοιας των ακινήτων και των σπιτιών θα υπάρξει μια παρουσίαση, εξέταση και επεξήγηση των πιο έγκυρων περιπτώσεων κύπριων ιδιόκτητων από την αρχή του νομικού αγώνα μέχρι τώρα. Επιπλέον, θα υπάρξει μια βαθιά συζήτηση για την Επιτροπή Ακίνητης Περιουσίας, έναν εσωτερικό μηχανισμό προσφυγής, ο οποίος συστάθηκε από την Τουρκία μετά από αποφάσεις του ΕΔΑΔ. Μέσω της συζήτησης θα εξεταστεί η νομιμότητα και η λειτουργικότητα του μηχανισμού αυτού, μαζί με το σκεπτικό του Δικαστηρίου για την αποδοχή του ως μια πραγματική και αποτελεσματική θεραπεία; αγνοώντας το διεθνές δίκαιο και τα προηγούμενα συμπεράσματά του.